- περιβάδην
- περιβάδην [pron. full] [ᾰ], Adv.A astride, of a rider, Plu.Art.14; opp. κατὰ πλευράν, Ach.Tat.1.1.II with crossed legs, Sch.Poll.3.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβάδην — ΝΜΑ επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα («οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.) αρχ. με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
περιπλίγδην — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek